ἐνορμήσῃ

ἐνορμήσῃ
ἐνορμάω
rush in
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
ἐνορμάω
rush in
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
ἐνορμάω
rush in
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
ἐνορμέω
ride at anchor in
aor subj mid 2nd sg
ἐνορμέω
ride at anchor in
aor subj act 3rd sg
ἐνορμέω
ride at anchor in
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενόρμηση — η ψυχαναγκασμός, παθολογική τάση για την επιτέλεση διαφόρων πράξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. γαλλ. impulsion). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • ενορμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενόρμηση 2. αυτός που ενεργεί σύμφωνα με την ενόρμηση …   Dictionary of Greek

  • ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… …   Dictionary of Greek

  • υποκατάσταση — η / ὑποκατάστασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκαθιστώ, αντικατάσταση, αναπλήρωση νεοελλ. 1. (νομ.) η τοποθέτηση προσώπου ή πράγματος στη θέση άλλου προσώπου ή πράγματος, βάσει τού νόμου ή τής ιδιωτικής βούλησης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”